0

Παρακολουθούμε στον δημόσιο διάλογο να αναπτύσσεται η λογική της προσφυγής σε γενικευμένο πόλεμο από την πλευρά μας, εάν προκληθούμε από την Τουρκία για ένα οιοδήποτε ζήτημα ακόμη και κυριαρχικού δικαιώματος.

Μάλιστα κάποιοι πολεμοκάπηλοι το πάνε ακόμη πιο μακριά, ότι θα πρέπει να απαντάμε με τον ίδιο και ακόμη σκληρότερο τρόπο στα όσα παράλογα, απειλητικά και επιθετικά λένε οι Τούρκοι, υπό το πρόσχημα ότι έτσι ενισχύουμε επιτέλους το εθνικό μας φρόνημα και ότι δεν φοβόμαστε.

Διαχωρίζοντας την θέση μου από αυτήν την εύπεπτη και επιφανειακή λογική, παραθέτω στην συνέχεια ορισμένες σκέψεις που επιχειρούν να καταρρίψουν την αφελή, επιπόλαια και επικίνδυνη αυτή ρητορική,  κυρίως γιατί έχει αρνητική επίδραση στην σχέση  κόστους οφέλους, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά.

Η λογική των  πολεμοκάπηλων βασίζεται σε μία υπέρμετρη έπαρση και προβολή ατομικών εκδηλώσεων θάρρους, επιδιώκοντας να προβάλλουν τον εαυτό τους ως παράδειγμα τόλμης φιλοπατρίας και ικανότητας.

Ως αποτέλεσμα, δεν αντιλαμβάνονται/ προσμετρούν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος ούτε τις σημαντικές παραμέτρους του και υποτιμούν ή και αδιαφορούν για τις κάκιστες επιπτώσεις ενός γενικευμένου πολέμου.

Χρησιμοποιούν δε ως μόνο επιχείρημα την στρατιωτική ισχύ, τον εκφοβισμό του αντιπάλου, με  καυχήματα εθνικής ισχύος, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη το πόσο σημαντικό είναι το αρραγές Κλαουζεβίτζιαν τρίγωνο ισχύος (Λαός –Κυβέρνηση - Ένοπλη ισχύς- θα προσέθετα σε αυτό και την διεθνή υποστήριξη), ούτε τις διεθνείς συνθήκες και περιορισμούς και κατ΄ ουδένα τρόπο σχετίζονται με ορθολογική προσμέτρηση κόστους/οφέλους.

Απλώς τους αρέσει η προβολή στρατιωτικής δύναμης, ως στοιχείο εθνικής ισχύος και υπερηφάνειας.

Όμως η ρητορική αυτή από μόνη της δεν ενισχύει οπωσδήποτε την χώρα ούτε και δομεί ισχυρό εθνικό φρόνημα και υπερηφάνεια.

Φαίνεται όμως ότι τους δίνει προσωπική ικανοποίηση από μόνη της, μία τάση αυτοεπιβεβαίωσης. Αυτό θα εξηγούσε επίσης γιατί και πώς μπορούν να θεωρούν κακές στιγμές μας στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, ως χαμένες ευκαιρίες συνολικής επικράτησης.

Προσέξτε:

Όχι ως δυνατότητα που δεν ενασκήσαμε ώστε να επικρατήσουμε στη συγκεκριμένη τοπικά και χρονικά περιορισμένη αντιπαράθεση, την οποία δεν την προκαλέσαμε εμείς αλλά ο αντίπαλος, αλλά σε γενικευμένο πόλεμο σε όλο το εύρος τους γεωγραφικού χώρου. Και αυτό το λένε αποτροπή.

Έχω αναλύσει διεξοδικά την έννοια της αποτροπής, συνιστώμενης από:

1) Την γενικευμένη στρατιωτική μας αποτροπή, λόγω της ισχύος των Ε.Δ. αλλά και του αραγούς Κλαουζεβίτζιαν τριγώνου.

2) Την τοπικά προσδιορισμένη αποτροπή, λόγω ιδιαίτερων επιχειρησιακών και αμυντικών ικανοτήτων (π.χ. ένα απτό παράδειγμα είναι πως λειτουργεί αποτρεπτικά το τείχος στον Έβρο στην εργαλειοποίηση των μεταναστών  - Μπορεί να είναι η αμυντική ικανότητα ενός νησιού - τα αντιεροπορικά του συστήματα –κλπ- Επίσης μπορεί να είναι η ικανότητα συγκέντρωσης τοπικά επιχειρησιακής ισχύος σε ένα επεισόδιο, λόγω μονάδων, εγγύτητας, υποβρυχίων κλπ).

3) Την εκτεταμένη αποτροπή: με συνδρομή από συμμαχίες, όπως να μπορείς να επιφέρεις σημαντικό πλήγμα στον αντίπαλο αλλού, εκτός του φανερού πεδίου αντιπαράθεσης είτε να σε υποστηρίξουν από πριν και κατά την διάρκεια με πολλούς τρόπους οι σύμμαχοί σου (αμυντικούς και μη).

Οι πολεμοκάπηλοι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι οι χώρες δεν ξοδεύουν δισεκατομμύρια από το έλλειμμα του λαού τους για να πηγαίνουν σε πόλεμο, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την επιθυμία αυτού του μεριδίου του πληθυσμού.

Ίσως ένα τροποποιημένο μοντέλο Flottenverein θα μπορούσε να τους κάνει να συνεισφέρουν περισσότερα από μία απλή ρητορική:

Όποιος επικαλείται τόσο εύκολα την προσφυγή σε πόλεμο και επιθυμεί περισσότερες στρατιωτικές δαπάνες από αυτές που ορθολογικά απαιτούνται για την εθνική και συλλογική άμυνα, θα πρέπει να ενταχθεί στο "κλαμπ των επιθετικών στρατιωτικών χορηγών" και να πληρώσει συνδρομές στο "κλαμπ".

Η Ένωση Γερμανικού Στόλου (Deutsche Flottenverein – DFV - 1898) ήταν μια ένωση ατόμων, οργανισμών, εταιρειών και ενώσεων προσώπων, που ήθελαν να εργαστούν πολιτικά για την ενίσχυση του στόλου της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε όμως σημαντική επιρροή στη ναυτική πολιτική της τότε Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το μοντέλο σε μεγάλο βαθμό βασίσθηκε και το δικό μας "Ταμείο Εθνικού Στολου".

Ο σκοπός αυτής της ένωσης στόλου ήταν να αφυπνίσει και να καλλιεργήσει την κατανόηση και το ενδιαφέρον του γερμανικού λαού για τη σημασία και τα καθήκοντα του “αυτοκρατορικού ναυτικού” και να φροντίσει για νέα πλοία και για τα μέλη του στόλου, εφόσον η νομοθεσία το επέτρεπε και η Γερμανία δεν είχε τότε αρκετούς πόρους ώστε να παρέχει επαρκή υποστήριξη και  φροντίδα.

Δεν μπορεί συνεπώς να επικαλείσαι με μεγάλη ευκολία να πας σε γενικευμένο πόλεμο, με τον τρόπο μάλιστα που το εκφράζουν, διευρυμένα και χωρίς στοιχείο αναλογικότητας, όπως στο διεθνές δίκαιο προβλέπεται – ως προωθημένη και προληπτική κάποτε αποτρεπτική απάντηση σε τοπικές επιθετικές δράσεις του αντιπάλου¨. (ΣΗΜ: στις οποίες τοπικές αντιπαραθέσεις οπωσδήποτε πρέπει να επικεντρωθείς και σε κάθε περίπτωση οφείλεις να μπορείς να  υπερισχύσεις σε αυτές)¨ αλλά από την άλλη μεριά να μην έχεις την επιθυμία προσωπικής οικονομικής συνεισφοράς για ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων (πέραν των πραγματικών δυνατοτήτων της χώρας) και του προσωπικού τους.

Ούτε μπορείς να κλείνεις τα μάτια στο ζήτημα της συνοχής και ομοψυχίας λαού και πολιτικής ηγεσίας, της στράτευσης των Ελλήνων αλλά και της δικής σου δυνατότητας συνεισφοράς, εκπαίδευσης για επιστράτευση ώστε να είσαι ετοιμοπόλεμος εάν χρειασθεί, για να μπορούμε να κάνουμε αυτό που υποστηρίζεις.

Γιατί τότε, εάν δεν λαμβάνονται υπ΄όψη όλα αυτά, οι επιθυμίες των πολεμοκάπηλων για γενικευμένες επιθετικές στρατιωτικές ενέργειες και δράσεις χαρακτηρίζονται στην οικονομική θεωρία ως "προτίμηση".

Οι “προτιμήσεις” είναι ένα είδος σκοτεινής ύλης για τους οικονομολόγους.

Θα χρειαζόταν μαντικές ικανότητες ή υπερφυσικές ικανότητες ανάγνωσης του μυαλού για να τις αντιληφθούμε και να τις αξιοποιήσουμε άμεσα.

Εν πολλοίς, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι οικονομολόγοι σε πολλές περιπτώσεις είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί για να αναλάβουν συλλογικές πολιτικές και δράσεις, όταν δεν έχουν αρκετές πληροφορίες για έναν αξιόπιστο υπολογισμό.

Και καταλήγουν συχνά να επιδιώκουν να φανεί η οιαδήποτε  προσέγγιση τους ως προτιμήσεις που προκύπτουν από μία δημοσκόπηση είτε από μία ψηφοφορία ενός συλλογικού οργάνου ή  ευρύτερα πολιτών.

Αυτό συνεπώς είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα των ανερμάτιστων πολεμοκάπηλων - δεν υπολογίζουν το κόστος / όφελος της διεύρυνσης μίας μικρότερης αντιπαράθεσης σε γενικευμένο πόλεμο, βασιζόμενοι στην ελπίδα ότι θα λειτουργήσει αποτρεπτικά μία τέτοια λογική, γιατί ούτως ή άλλως ποτέ δεν φαίνεται να υποστηρίζουν την υπόθεσή τους. 

Αντιθέτως, προσπαθούν να υποκινήσουν τους πολίτες ώστε να υποστηρίξουν την προσωπική τους προτίμηση, με την ελπίδα ότι η απειλή τους θα λειτουργήσει συνεκτικά στους πολίτες και αποτρεπτικά στον αντίπαλο.

Είναι όμως η απειλή αυτή αξιόπιστη και επαρκής και οπωσδήποτε ανεπιθύμητη από τον αντίπαλο; Διότι ξεχνάνε το βασικό δίδαγμα αμυντικών σπουδών, "ότι τον πόλεμο τον αποφασίζει ο αντίπαλος"!

Και οπωσδήποτε δεν αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος δεν είναι “προτίμηση”.

Αλλά όταν συμβαίνει, προκύπτει ως απώτατη αναγκαιότητα για να υπερασπιστείς αξίες και ζωτικά συμφέροντα της πατρίδας και του λαού της.

Και ναι, τότε πρέπει να είσαι έτοιμος και ισχυρός για να το επιτύχεις, αφού φυσικά δεν έχεις επαναπαυθεί και προετοιμάζεσαι διαρκώς, ορθολογικά και με συνοχή ώστε να πιάσει τόπο και να μην απαξιωθεί η συνεισφορά των πολιτών και φυσικά ο καθένας από εμάς συνεισφέρει σε αυτό με συνέπεια, χωρίς ψευτοκορώνες, υπερφύαλες επάρσεις, ατομικές προσβολές και προκλήσεις.

Και εδώ είναι που οι κοινωνίες πρέπει να είναι επιφυλακτικές προς τους πολεμοκάπηλους, να τους αντιμετωπίσουν και να τους αντισταθούν όσο το δυνατόν περισσότερο.

Αυτή η αντίσταση στο βάθος χρόνου εξασθενεί σε δύναμη, καθώς οι έμπειροι που γνωρίζουν τα κακά ενός πολέμου φεύγουν και νέοι και άπειροι τους αντικαθιστούν, οπότε οι πολεμοκάπηλοι βρίσκουν πεδίο παραπλάνησης.

Πρόκειται για μια κυματοειδή σύγκρουση με κάποιους επικίνδυνους αριβίστες, που τρέχουν να καβαλήσουν το κύμα του πολέμου κάθε φορά που διαμορφώνονται ευνοϊκές γι αυτό εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες.

Σε κάθε περίπτωση, ισχυρή κοινωνία δεν είναι αυτή που με ευκολία επικαλείται τον πόλεμο. Αλλά αυτή που λαμβάνει διαχρονικά όλα τα μέτρα για να τον προλάβει και να τον αποτρέψει, έγκαιρα προετοιμαζόμενη. Και εάν τελικά ο αντίπαλος επιλέξει τον πόλεμο, να μπορεί η κοινωνία μας να τον κερδίσει.

* = Ο Στέλιος Φενέκος είναι Υποναύαρχος Π.Ν. ε.α. και πρόεδρος της Κοινωνίας Αξιών. Έχει σπουδάσει Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική (Ελλάδα), Εξωτερική Πολιτική, Στρατηγική και Λήψη Αποφάσεων (ΗΠΑ), χειρισμό κρίσεων (Αγγλία). Εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ ως Διευθυντής Διεθνών Σχέσεων και Αμυντικής Πολιτικής και Αν. Εθνικός Αντιπρόσωπος ΣΕ/ΝΑΤΟ.


Δημοσίευση σχολίου

Καλοδεχούμενα όλα τα σχόλια, επώνυμα και ανώνυμα. Πάντα όμως με σεβασμό στους άλλους αναγνώστες και στους νόμους. Ευχαριστούμε!

 
Top