0

Σε αρκετές περιπτώσεις έχω υποστηρίξει ότι ένα μεγάλο μέρος της μουσικής, που τραγουδήθηκε και/ή παίχτηκε στο παρελθόν, δεν παίζεται σχεδόν ποτέ σε δημόσιες συναυλίες ή ηχογραφείται σε δίσκο, είτε επειδή δεν γράφτηκε ποτέ - αυτό συμβαίνει με το ονομάζεται «λαϊκή» ή «παραδοσιακή» μουσική - ή επειδή προοριζόταν για παράσταση μεταξύ χριστιανών πιστών, είτε σε οικιακό περιβάλλον, ανάμεσα σε οικογένεια και φίλους ή στην εκκλησία. Ο δίσκος που ακούμε εδώ - ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 2021 από την Berlin Classics - αποτελεί ένα τέλειο παράδειγμα του τελευταίου.

Μόνο σποραδικά η μουσική που εκτελείται μεταξύ των Μοραβικών κοινοτήτων έχει δεχτεί προσοχή από επαγγελματίες ερμηνευτές. Μια σημαντική παραγωγή ήταν ένας δίσκος στην ετικέτα Telarc από την Boston Baroque, υπό την διεύθυνση του Martin Pearlman ("Lost Music of Early America - Music of the Moravians"/ Χαμένη μουσική της Πρώιμης Αμερικής – Μουσική των Μοραβών). Αυτός ο δίσκος περιλαμβάνει δύο κομμάτια που είναι επίσης μέρος του προγράμματος που ηχογράφησε ο Peter Kopp. Επίσης, περιέχει κομμάτια συνθετών που εκπροσωπούνται εδώ με διαφορετικές συνθέσεις. Ενώ ο Pearlman επικεντρώθηκε στη μουσική που εκτελούνταν μεταξύ των Μοραβικών κοινοτήτων στην Αμερική, ο Kopp στρέφει μάλλον την προσοχή του σε όσα γράφτηκαν και παίχτηκαν στη Γερμανία. Μόνο δύο κομμάτια έχουν αγγλικό κείμενο. Τ' άλλα είναι στα γερμανικά.

Οι ρίζες των Μοραβών χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα, καθώς στη Βοημία ο Γιαν Χους (στα τσέχικα Jan Hus, γεννήθηκε στο χωριό Husinec της Βοημίας το 1372 και πέθανε στην Κωνσταντία της Γερμανίας το 1415. Ήταν ο σπουδαιότερος Τσέχος θεολόγος και μεταρρυθμιστής που με το έργο του προετοίμασε τον δρόμο για τη μεγάλη θρησκευτική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα) επεδίωξε μεταρρυθμίσεις στην εκκλησία της εποχής του, πολύ πριν το Μαρτίνο Λούθηρο, περίπου έναν αιώνα αργότερα. Αυτός και οι οπαδοί του διώχθηκαν σοβαρά και ο ίδιος ο Χους καταδικάστηκε σε δια πυράς θάνατον, απόφαση που εκτελέστηκε δημόσια στις 6 Ιουλίου του 1415. Αργότερα τον ίδιο αιώνα, οι οπαδοί του ίδρυσαν μια νέα εκκλησία, την «Ενότητα των Αδελφών» (στα τσεχικά Jednota bratrská). Ονομάστηκαν «Ουτρακβίτες» ή «Χουσίτες ή Ουσσίτες». Οι Χουσιτικοί ή Ουσσιτικοί Πόλεμοι (1419-1436) οδήγησαν στις συμφωνίες της Βασιλείας, οι οποίες έδωσαν τη δυνατότητα να υπάρξει μια μεταρρυθμισμένη εκκλησία στο Βασίλειο της Βοημίας, σχεδόν έναν αιώνα προτού να εκδηλωθεί το κίνημα του Λουθηρανισμού. Τον 17ο αιώνα αυτή η εκκλησία διώχθηκε σκληρά κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648) και για χρόνια μετά. Στις αρχές του 18ου αιώνα, οι επιζώντες των διωγμών βρήκαν καταφύγιο στο κτήμα του Σάξονα ευγενή Nikolaus von Zinzendorf (1700-1760). Εδώ, οργάνωσαν ξανά την εκκλησία και από τη δεκαετία του 1730 ξεκίνησαν εκτεταμένες ιεραποστολικές δραστηριότητες στον Νέο Κόσμο. Οι Μοραβικές κοινότητες, που προέκυψαν απ’ αυτό, είχαν την βάση τους στην Πενσυλβάνια και τη Βόρεια Καρολίνα. Η μουσική έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο σ' αυτές τις κοινότητες: όχι μόνο η θρησκευτική μουσική, αλλά και η ορχηστρική μουσική και τα μεγάλης κλίμακας φωνητικά έργα. Μερικές από τις συμφωνίες του Haydn και το ορατόριο του Die Schöpfung (Η δημιουργία) έλαβαν τις πρώτες τους αμερικανικές παραστάσεις στις Μοραβικές κοινότητες.

Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου διαφορετική στην Ευρώπη. Από τη μια πλευρά, υπήρχε σκεπτικισμός απέναντι στις καθιερωμένες μουσικές πρακτικές. Αυτό εκφράστηκε από τον Zinzendorf, ο οποίος ««απέρριπτε την τεχνητή μουσική της εποχής του ως «δύσκαμπτη και αφύσικη» και πίστευε ότι η απλότητα και η φυσικότητα θα προέκυπταν από μόνα τους, εφόσον το συναίσθημα για τη συναισθηματική κατάσταση ήταν στη βάση όλης της μουσικής δημιουργίας»» (από το ένθετο του δίσκου). Αυτή η άποψη είναι σύμφωνη με τη λαχτάρα για «φυσικότητα» μεταξύ επαγγελματιών συνθετών της εποχής, όπως ο Benedetto Marcello, ο Giuseppe Tartini και ο Christoph Willbald von Gluck. Από την άλλη πλευρά, η μουσική έπαιξε σημαντικό ρόλο στις Μοραβικές λειτουργίες και περιελάμβανε τη λουθηρανική μουσική, όπως ειδικά δείχνει το "Christ-Nachts-Music am 24sten Dcember 1765" (Μουσική για την Νύχτα των Χριστουγέννων την 24η Δεκεμβρίου 1765) του Christian Gregor (1723-1801), το οποίο περιλαμβάνει αρκετούς ύμνους - κυρίως διασκευασμένους - από τη λουθηρανική παράδοση, ακόμη κι ένα απόσπασμα από τον ύμνο "Ein feste Burg" του ίδιου του Λούθηρου. Η δημιουργία μουσικής ήταν συχνή και λάμβανε χώρα σε σημαντικό επίπεδο. Το εκκλησιαστικό όργανο έπαιξε βασικό ρόλο, αλλά με τον καιρό τα χάλκινα όργανα έπαιξαν, επίσης, όλο και πιο σημαντικό ρόλο. Αν και πνευματικά υπήρχε μια αναμφισβήτητη ομοιότητα μεταξύ του Πιετισμού (ο Πιετισμός ή Ευσεβισμός ήταν ένα κίνημα μέσα στο Λουθηρανισμό, το οποίo δραστηριοποιήθηκε από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και αργότερα. Άσκησε μεγάλη επιρροή σε όλο τον Προτεσταντισμό και τον Αναβαπτισμό. Το κίνημα του Πιετισμού συνδύαζε τον Λουθηρανισμό της εποχής του με την Μεταρρύθμιση, και ειδικά με τους Πουριτανούς, δίνοντας έμφαση στην ατομική ευσέβεια, και στη δυναμική Χριστιανική ζωή. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η επιμονή στο διαποτισμό της πρακτικής ζωής με θρησκευτικό πνεύμα και συναίσθημα) και των Μοραβικών κοινοτήτων, η στάση τους απέναντι στη μουσική ήταν αρκετά διαφορετική. Οι Πιετιστές ήθελαν να περιοριστούν στην απλή υμνωδία με τη συνοδεία οργάνων, αλλά στις Λειτουργίες των Μοραβικών κοινοτήτων δεν τραγουδιούνταν μόνο ύμνοι, αλλά και καντάτες και ωδές. Ο παρών δίσκος το επιβεβαιώνει.


Ένα σημαντικό μέρος του ρεπερτορίου που τραγουδούσαν οι Μοραβικές κοινότητες, ήταν από τη γραφίδα μη επαγγελματιών συνθετών. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συνθέτες που περιλαμβάνονται στην παρούσα ηχογράφηση δεν αναφέρονται στο New Grove. Εξαιρούνται οι: John Antes (1740-1811), David Moritz Michael (1751-1827) και Christian Gregor (1723-1801). Ο τελευταίος εκπαιδεύτηκε σ' ένα Πιετιστικό περιβάλλον και αργότερα προσχώρησε στους Μοραβούς, γεγονός που επιβεβαιώνει την πνευματική τους συγγένεια. Εξελίχτηκε σ' έναν από τους κύριους συνθέτες μεταξύ των Μοραβών. Συνεισέφερε 308 ύμνους - είτε πρωτότυπους είτε επεξεργασμένους - στο υμνολόγιο του 1778. Εδώ αντιπροσωπεύεται από το μεγαλύτερο κομμάτι του προγράμματος, που γράφτηκε για παράσταση την παραμονή των Χριστουγέννων. Είναι γραμμένο για σόλο φωνές, χορωδία και ορχήστρα, αλλά περιλαμβάνει και τμήματα που θα τραγουδούσαν η κοινότητα ή τα παιδιά. Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου αποτελείται από στίχους της Βίβλου, τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Στο δεύτερο μισό ένας μπάσος τραγουδά ένα μέρος της χριστουγεννιάτικης αφήγησης από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, το οποίο πρόκειται να τραγουδηθεί πάνω στη μελωδία του (γερμανικού) Magnificat. Αυτοί οι βιβλικοί στίχοι εναλλάσσονται με ύμνους, τους οποίους τραγουδά κυρίως η χορωδία ή η κοινότητα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το εκκλησιαστικό όργανο παίζει σύντομα ενδιάμεσα μεταξύ των φράσεων. Αυτή ήταν μια αρκετά κοινή πρακτική στις εκκλησίες του 18ου (και 19ου) αιώνα, όχι μόνο στις Μοραβικές κοινότητες, αλλά επίσης, για παράδειγμα, στις Μεταρρυθμισμένες Εκκλησίες στην Ολλανδία. Έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω ότι αρκετοί ύμνοι είναι διασκευές γενικά γνωστών ύμνων, όπως το "Ein feste Burg" και το "Vom Himmel hoch". Μια άλλη αξιοσημείωτη διασκευή είναι το "Tröstet, tröstet mein Volk" για σόλο και χορωδία, το οποίο βασίζεται στο συνοδευτικό «Comfort ye» από το «Μεσσία» του Χέντελ. Το κομμάτι τελειώνει μ' ένα σύντομο χορωδιακό από την κοινότητα.

Τα δύο κομμάτια των Antes και Michael αποτελούν, επίσης, μέρος της ηχογράφησης του Pearlman. Ο Antes ήταν από την Πενσυλβάνια και σπούδασε στο Μοραβικό σχολείο αρρένων της Bethlehem. Αργότερα μετακόμισε στη Γερμανία και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αγγλία. Μπορεί να έφτιαξε το πρώτο βιολί που κατασκευάστηκε στην Αμερική και τα τρίο του Op.3 μπορεί να είναι η πρώτη μουσική δωματίου που γράφτηκε εκεί. Ενώ ο Antes μετακόμισε από την Αμερική στη Γερμανία, ο Michael έκανε το αντίθετο. Γεννημένος κοντά στην Ερφούρτη κατατάχθηκε στο στρατό ως μουσικός και, το 1781, εντάχθηκε στους Μοραβούς. Άρχισε να εργάζεται σε διοικητικές και διδακτικές θέσεις και στάλθηκε στην Αμερική, το 1795, για να διδάξει στο Μοραβικό σχολείο αρρένων στη Nazareth της Πενσυλβάνια. Το 1815, συνταξιοδοτήθηκε κι επέστρεψε στην Γερμανία. Ο Michael έπαιζε βιολί και κλαρινέτο κι έγινε ιδιαίτερα γνωστός για το "Parthien" του για ξύλινα πνευστά. Επίσης, έγραψε περίπου είκοσι ύμνους και μια σύνθεση του Ψαλμού 103. Πιθανότατα, υπήρξε υπεύθυνος για την πρώτη παράσταση του ορατόριου Die Schöpfung του Haydn στην Αμερική.

Ο John Gamboldt (1760-1795) περιλαμβάνεται στην ηχογράφηση του Pearlman μ' ένα κομμάτι για πληκτροφόρο. Έγραψε μια σειρά από σονάτες για πληκτροφόρο. Γεννήθηκε στο Λονδίνο, ως γιος επισκόπου της Μοραβικής εκκλησίας. Εργάστηκε σε πολλές θέσεις στη Γερμανία. Ο Johannes Renatus Verbeek (1748-1820) ήταν από το Άμστερνταμ και σπούδασε στο Zeist, ένα κέντρο των Μοραβών αδελφών στην Ολλανδία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως υπουργός και διοικητής στις Δυτικές Ινδίες και αργότερα στην Αμερική. Ο Peter Mortimer (1750-1828) ήταν από την Αγγλία. Οι γονείς του ήταν μέλη της Μοραβικής εκκλησίας. Εργάστηκε στη Γερμανία, όπου δημοσίευσε ένα βιβλίο για το χορωδιακό τραγούδι κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης. Δραστηριοποιήθηκε ως δάσκαλος, οργανίστας και συνθέτης και άσκησε ισχυρή επιρροή στη μουσική εξέλιξη των Μοραβικών κοινοτήτων. Επίσης, συγκέντρωσε έργα Μοραβών συνθετών. Ο Johann Gottfried Weber (1739-1797) εργάστηκε αρχικά ως έμπορος λευκών ειδών και υφασμάτων και αργότερα έγινε οργανίστας στην πόλη Herrnhut (γνωστή για την κοινότητα της Μοραβικής Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Nicolas Ludwig, κόμη von Zinzendorf, το 1722). Ο Johann Ludwig Freydt (1748-1807) ήταν από το Aschersleben και αυτοδίδακτος στο βιολί και το φλάουτο. Στην αρχή έπαιζε φαγκότο σε στρατιωτική μπάντα, αλλά μετά την ένταξη του στη Μοραβική εκκλησία έγινε δάσκαλος. Τέλος, ο Christian Ludwig Brau (1746-1777) ήταν από τη Νορβηγία και είχε σπουδάσει σε διάφορες Μοραβικές κοινότητες στη Γερμανία. Υπέφερε από κακή υγεία κι εργάστηκε σε πολλές Μοραβικές κοινότητες στην Ολλανδία και την Γερμανία.


Ο δίσκος αποτελεί μια εξαιρετικά συναρπαστική έρευνα για το τι γράφτηκε και εκτελέστηκε στις Μοραβικές κοινότητες της Γερμανίας και της Αμερικής. Αν και η περισσότερη μουσική είναι από τη Γερμανία, η συμπερίληψη κάποιων κομματιών στ' αγγλικά αντικατοπτρίζει τον διεθνή χαρακτήρα τους, τον οποίο έχουμε ήδη σημειώσει στις βιογραφίες ορισμένων συνθετών. Προφανώς, τα κομμάτια που παίζονται εδώ δεν είναι τεχνικά απαιτητικά, αλλ' αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο την αξία τους. Μαρτυρούν τον τρόπο που οι Μοραβοί εξέφρασαν την πίστη τους. Ακόμη και σχετικά απλά κομμάτια μπορούν να προκαλέσουν μια ισχυρή εντύπωση. Στιλιστικά, δείχνουν ομοιότητα με ό,τι ήταν της μόδας την εποχή που γράφτηκαν. Οι Μοραβοί δεν ζούσαν απομονωμένοι. Για τους επαγγελματίες ερμηνευτές δεν είναι εύκολο ν' αποδώσουν τη μουσική ενός είδους, που συνήθως δεν παίζουν σε συναυλίες και σε δίσκους. Ο Peter Kopp, καθώς και οι σολίστες και τα σύνολα υπό τη διεύθυνση του έχουν κάνει μια αξιοθαύμαστη δουλειά εδώ. Το τραγούδι των σολίστ είναι απλό, χωρίς εξεζητημένη διακόσμηση ή άλλα μέσα που χρησιμοποιούν οι τραγουδιστές για να επικοινωνήσουν. Αυτή είναι μουσική από και για κοινότητες πιστών κι αυτό υλοποιείται πολύ καλά εδώ. Το τραγούδι και το παίξιμο είναι εξαιρετικά σε όλη τη διάρκεια. Το «κοινοτικό τραγούδι» από φίλους της χορωδίας και οι συνεισφορές της παιδικής χορωδίας ταιριάζουν απόλυτα στη γενική εικόνα αυτής της ηχογράφησης.

Αυτή η παραγωγή δεν είναι μόνο ενδιαφέρουσα από μουσική άποψη, αλλά πρόκειται και για μια θαυμάσια ευκαιρία να εμπλoυτίσoυμε τις γνώσεις μας για την κοινωνική και θρησκευτική ιστορία του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα.

Ακούστε την σπάνια μουσική αυτή παραγωγή στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.youtube.com/watch?v=c15gcC1fjhQ&list=OLAK5uy_kUIiSoKC1SESeL8sYos7vlZrBylP-6FWk


Δημοσίευση σχολίου

Καλοδεχούμενα όλα τα σχόλια, επώνυμα και ανώνυμα. Πάντα όμως με σεβασμό στους άλλους αναγνώστες και στους νόμους. Ευχαριστούμε!

 
Top